- φρεατισμός
- φρεᾱτ-ισμός, ὁ,A falling into a well, Supp.Epigr.4.573.7 (Notium, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρεατισμός — ὁ, Α πτώση σε φρέαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + κατάλ. ισμός* μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φρεατίζω] … Dictionary of Greek